Πρέπει να
θεωρείται βέβαιο ότι αν ο Μάριο Ντράγκι έγραφε
σήμερα την έκθεσή του θα μιλούσε με πολύ πιο
δραματικούς τόνους για την «υπαρξιακή πρόκληση»
της Ευρώπης και δεν θα απέφευγε το «do it or
die», που είχε σαφώς υπαινιχθεί στις
συνεντεύξεις του αλλά στη συνέχεια το
στρογγύλεψε αντικαθιστώντας την προοπτική του
θανάτου με αυτή της «αργής αγωνίας».
Πολλοί
μίλησαν για τις εκθέσεις Λέτα και Ντράγκι αλλά
πολύ λιγότεροι έσκυψαν πάνω στις ανησυχητικές,
αν όχι απογοητευτικές, διαπιστώσεις τους αλλά
και στις συγκεκριμένες προτάσεις τους, οι οποίες
αναδεικνύουν τη σημασία των δύο αυτών κειμένων
για την προοπτική της ΕΕ και όλης της Ευρώπης. Η
σχεδόν πανηγυρική υιοθέτησή τους από την άτυπη
Σύνοδο Κορυφής της Βουδαπέστης τον περασμένο
Νοέμβριο αλλά και το ότι αποτελούν τη βάση της
«Πυξίδας για την Ανταγωνιστικότητα» που
παρουσιάζει στις 29 Ιανουαρίου η Ευρωπαϊκή
Επιτροπή, είναι μια πρώτη επιβεβαίωση της
σημασίας τους αλλά του ρόλου που αναμένεται να
παίξουν.
Είναι
πραγματικά δύσκολο να ξεχωρίσει κάποιος, μέσα
στις πάνω από πεντακόσιες συνολικά σελίδες των
δύο εκθέσεων, τις πιο σημαντικές από τις
διαπιστώσεις και, κυρίως, τις πιο αναγκαίες από
τις εκατοντάδες προτάσεων που περιλαμβάνουν,
προτάσεων βαθιά μελετημένων και προσεγμένων. Δεν
μπορεί όμως να μη σταθεί στην κραυγή αγωνίας για
τον κατακερματισμό της ευρωπαϊκής αγοράς και στο
αναφερόμενο παράδειγμα ότι μια ευρωπαϊκή
επιχείρηση τηλεπικοινωνιών έχει μέσο αριθμό
πελατών 5 εκατομμύρια ενώ για τους ανταγωνιστές
της στις ΗΠΑ ο αριθμός αυτός είναι 107
εκατομμύρια και στην Κίνα 467 εκατομμύρια! Ούτε
στο ότι από το σύνολο του στρατιωτικού
εξοπλισμού που απέστειλαν οι ευρωπαϊκές χώρες
στην Ουκρανία από την έναρξη του πολέμου το 78%
το προμηθεύτηκαν από παραγωγούς εκτός ΕΕ. Ή,
ακόμη, στο ότι η απουσία ένωσης κεφαλαιαγορών
παρεμποδίζει την επενδυτική κινητοποίηση των 33
τρισεκατομμυρίων ευρώ ιδιωτικών αποταμιεύσεων
στην ΕΕ. Και επιπροσθέτως σε αυτά η επισήμανση
ότι το 60% των εμποδίων στην ενιαία αγορά που
είχαν εντοπισθεί το 2002 εξακολουθούν να
υφίστανται και σήμερα.
Οι εκθέσεις
Λέτα και Ντράγκι συγκλίνουν τόσο μεταξύ τους
ώστε να καθίσταται περίπου αυταπόδεικτη η αξία
τόσο των διαπιστώσεών τους όσο και –κυρίως– των
προτάσεών τους. Έτσι, συμφωνούν στο ότι υπάρχει
ανάγκη δραστικής παρέμβασης στο πεδίο των
χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, με κοινό στόχο τη
μεγάλη κινητοποίηση ιδιωτικών κεφαλαίων για
χρηματοδότηση των επενδύσεων που έχει ανάγκη η
Ευρώπη. Για την επίτευξη του στόχου αυτού, ο
Ενρίκο Λέτα προτείνει μια Ένωση Αποταμιεύσεων
και Επενδύσεων και ο Μάριο Ντράγκι την Ένωση των
Κεφαλαιαγορών. Συμφωνούν, επίσης, και οι δύο ότι
το μεγάλο εμπόδιο είναι ο κατακερματισμός της
ενιαίας αγοράς και, ειδικότερα, στους τομείς της
Ενέργειας, των Τηλεπικοινωνιών και της Αμυντικής
Βιομηχανίας και κάνουν συγκεκριμένες προτάσεις
για την αντιμετώπισή του. Ο Ενρίκο Λέτα
προτείνει τολμηρά να διευρυνθεί η εσωτερική
αγορά ώστε να συμπεριλάβει και αυτούς τους
τομείς, μαζί με τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες.
Κοινός στόχος και των δύο εκθέσεων είναι και η
απαλλαγή από τη χρήση άνθρακα για την παραγωγή
ενέργειας και η σύνδεσή της με την επίτευξη
χαμηλότερου ενεργειακού κόστους.
Τόσο η έκθεση Λέτα όσο και η έκθεση Ντράγκι
αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στη μεγαλύτερη
δυνατή χρήση κοινών προμηθειών στον τομέα της
άμυνας και την ενίσχυση της ευρωπαϊκής αμυντικής
βιομηχανίας, η οποία, όπως
υποστηρίζουν, πρέπει να αποτελέσει τον μοχλό της
συνολικής βιομηχανικής και οικονομικής ανάπτυξης
της ΕΕ αλλά και της κατάκτησης της στρατηγικής
αυτονομίας της. Πρωταρχικό, επίσης, θεωρούν και
οι δύο ότι τον ρόλο που πρέπει να παίξει η
Έρευνα και Καινοτομία. Ο μεν Λέτα τη θέλει ως
«πέμπτη ελευθερία» στην Ενιαία Αγορά, ο δε
Ντράγκι θεωρεί τη συγκριτική υστέρηση της ΕΕ στο
πεδίο αυτό ως την κύρια αιτία της αναπτυξιακής
απόκλισης της ΕΕ από τις ΗΠΑ. Λιγότερο τολμηρός
στη διατύπωση ο Λέτα, ευθύς και αποφασιστικός ο
Ντράγκι, συμφωνούν και οι δύο με την ανάγκη νέου
κοινού δανεισμού, προκειμένου να εξευρεθούν τα
δημόσια ευρωπαϊκά κεφάλαια που θα
χρηματοδοτήσουν ένα μέρος του επενδυτικού
ελλείμματος της ΕΕ. Ο Ντράγκι εκτιμά το συνολικό
μέγεθος αυτού του επενδυτικού ελλείμματος σε 800
δισεκατομμύρια ετησίως. Το υπόλοιπο –και
μεγαλύτερο— μέρος αυτού του ελλείμματος θα
πρέπει να καλυφθεί από ιδιωτικά κεφάλαια.
Ρηξικέλευθες είναι οι προτάσεις και των δύο
εκθέσεων σε ό,τι αφορά την «ιερή αγελάδα» του
ευρωπαϊκού οικοδομήματος, την πολιτική
Ανταγωνισμού. Σύμφωνα με την έκθεση Λέτα, η
κατάχρηση στην παροχή κρατικών ενισχύσεων
στρεβλώνει τον ανταγωνισμό και προτείνεται,
εκτός από τον αυστηρό έλεγχό τους, η δημιουργία
ενός Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Ενισχύσεων, ο οποίος
θα χρηματοδοτείται από ποσοστό των καθεστώτων
κρατικών ενισχύσεων που εγκρίνονται από την
Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι πόροι που ο Μηχανισμός
αυτός θα συγκεντρώνει με αυτόν τον τρόπο θα
διατίθενται για τη χρηματοδότηση επενδύσεων που
θα παρουσιάζουν ευρωπαϊκό ενδιαφέρον αλλά τα
κράτη-μέλη στα οποία θα πραγματοποιούνται δεν θα
έχουν οικονομική δυνατότητα υποστήριξής τους. Η
έκθεση Ντράγκι δεν προχωρεί σε ανάλογη πρόταση
αλλά δίνει μεγάλη σημασία στο μέρος της
πολιτικής ανταγωνισμού που αφορά τις εξαγορές
και συγχωνεύσεις, υποστηρίζοντας ότι η ανάδειξη
ευρωπαϊκών εταιρειών, κυρίως στον χώρο της
τεχνολογίας, σε διεθνείς πρωταγωνιστές,
επιβάλλει λιγότερη αυστηρότητα και περισσότερη
ευελιξία σε ό,τι αφορά τον έλεγχο των
συγχωνεύσεων και της απόκτησης «δεσπόζουσας
θέσης» από μια επιχείρηση.
Τέλος, σε
ό,τι αφορά την οικονομική και κοινωνική συνοχή,
ο μεν Λέτα της προσδίδει ένα νέο διευρυμένο
περιεχόμενο, που συνίσταται στην ελευθερία του
Ευρωπαίου πολίτη να παραμένει στον τόπο του
(freedom to stay) και η τυχόν μετακίνησή του να
είναι αποτέλεσμα επιλογής και όχι καταναγκασμού,
ο δε Ντράγκι προτείνει την «επικαιροποίηση» της
Πολιτικής Συνοχής ώστε τα προγράμματά της «να
αντικατοπτρίζουν τη μεταβαλλόμενη δυναμική του
εμπορίου και της καινοτομίας». Αυτό ίσως
μεταφράζεται σε μετακίνηση των πόρων της
πολιτικής Συνοχής προς στόχους γενικότερης
ανάπτυξης και απομάκρυνση από τη γενεσιουργό
αιτία αυτής της πολιτικής, δηλαδή τη μείωση των
ανισοτήτων μεταξύ των περιφερειών της ΕΕ.
Οι
προτάσεις των εκθέσεων Λέτα και Ντράγκι δεν
σταματούν βεβαίως εδώ. Στα πλήρη κείμενα αυτές
εξειδικεύονται σε ένα πλήθος καινοτόμων, και
ενίοτε επαναστατικών, υποδείξεων και
παροτρύνσεων για άμεση ανάληψη δράσης. Η
εφαρμογή των περισσοτέρων –αν όχι όλων– εξ αυτών
προβάλλεται ως αναγκαία και ικανή συνθήκη για τη
διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας της ενωμένης
Ευρώπης, την ενίσχυση της στρατηγικής αυτονομίας
της στο νέο γεωπολιτικό σκηνικό και, εντέλει,
την οικονομική και πολιτισμική επιβίωσή της. Οι
δύο εκθέσεις δείχνουν τα «όπλα» με τα οποία η
ενωμένη Ευρώπη μπορεί να αντιμετωπίσει και ίσως
να ανατρέψει τα σημερινά δυσμενή δεδομένα, όχι
απλώς αμυνόμενη αλλά και αντεπιτιθέμενη. Για να
το κάνει όμως αυτό, πρέπει να «αφυπνισθεί». Θα
την «αφυπνίσει» άραγε αυτή η κρίση που φαίνεται
να είναι από τις σοβαρότερες που έχει
αντιμετωπίσει, επιβεβαιώνοντας έτσι για μια
ακόμη φορά τον Ζαν Μονέ; Και αν ναι, θα
συντελεσθεί έγκαιρα αυτή η «αφύπνιση»; Γιατί,
εκτός από το πώς θα αντιδράσει η Ευρώπη έχει
σημασία και το πότε.
Αλέκος
Κρητικός (Athens Voice)
|